οὖς

οὖς
οὖς (nom. sg. freq. in IGIl(2).161 B126, al. (Delos, iii B. C.), v. sub fin.), τό, gen. ὠτός, dat. ὠτί: pl. nom. ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί (ὤτοις condemned by Phryn.186):—Hom. has only acc. sg. and dat. pl. (v. infr.); the other cases he forms as if from οὖας (which is found in Simon.37.14), gen. οὔατος, pl. nom. and acc. οὔατα (also in Epich.21, Hp.Cord.8,al., SIG1025.62 (Cos, iv/iii B. C.)), dat.
A

οὔασι Il.12.442

(

ὠσίν Od.12.200

): Hellenistic nom. sg. [full] ὦς PPetr.3p.33 (iii B. C.), PGrenf.1.12.29, 2.15 ii I (ii B. C.), IG7.3498.19 (Oropus, ii B. C.), Roussel Cultes Egyptiens 217 (Delos, ii B. C.), PStrassb.87.14 (ii B. C.): also [dialect] Dor. [full] ὦς Theoc.11.32; pl.ὤϝαθ' cj. for ὦτά θ' in Alcm.41:—ear,

Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει Il.11.109

; [

κηρὸν] ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' Od.

l.c.; αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο oh may I never hear of such a thing! Il.18.272;

αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη 22.454

;

ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10.535

; ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, of horses, Hdt.4.129, cf. S.El.27, etc.;

ἐν τοῖσι ὠσὶ . . οἰκέει ὁ θυμός Hdt.7.39

, cf.1.8; βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος rings in the ear, A.Pers.605;

φθόγγος βάλλει δι' ὤτων S.Ant.1188

, cf. A.Ch.56 (lyr.);

δι' ὠτὸς παῦρα ἐννέπειν πρός τινα S.El. 1437

(lyr.); ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας ib.737, cf. OT1387;

δι' ὤτων ἦν λόγος E.Med.1139

, cf. Rh.294, 566; so

ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theoc.14.27

;

λόγους ψιθύρους εἰς ὦτα φέρει S.Aj.149

(anap.);

εἰς οὖς ἑκάστῳ . . ηὔδα λόγους E.Andr.1091

, cf. Hipp.932;

προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς Pl.Euthd. 275e

; ἐπ' (ἐς cj. Dawes)

οὔατα λάθριος εἶπεν Call.Ap.105

; reversely, παρέχειν τὰ ὦτα to lend the ears, i. e. to attend, Pl.Cra.396d, etc.; so

ἐπισχέσθαι τὰ ὦτα Id.Smp.216a

;

παραβάλλειν Id.R.531a

, cf. Call.Fr. anon.375;

τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο Ar.Eq.1347

;

ὦτα χορηγεῖν Plu.2.232f

; ἀποκλείειν τὰ ὦτα ib.143f; οἱ ὦτα ἔχοντες those who have ears to hear, ib. 1113c: metaph., of spies in Persia, X.Cyr.8.2.10sq., Luc.Ind.23, cf. Arist.Pol.1287b30;

τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προσαγωγέων γένος Plu.2.522f

; τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες, of persons who slink away ashamed (hanging their ears like dogs), Pl.R.613c: prov., v. λύκος; τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς, of a boxer, Theoc.22.45 (cf. ὠτοκάταξις) ; ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν sleep soundly, Aeschin. Socr.54 D.
II from resemblance to an ear,
1 handle, esp. of pitchers, cups, etc.,

οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν Il.11.633

, cf. 18.378, Bion ap. Plu.2.536a, IG11(2).161 B126 (Delos, iii B. C.), Hero Spir.2.23, Dsc.5.87; [

ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270.3

.
2 in Archit., = παρωτίς 4, IG12.372.201, cf. 319.6.
3 οὖς Ἀφροδίτης, a kind of shell-fish, Antig.Car. ap. Ath.3.88a; οὖς θαλάττιον, = ἀγρία λεπάς, Arist.HA529b16.
4 τὰ ὦτα (

οὔατα Hp.

) τῆς καρδίας the auricles of the heart, Hp.Cord.8, Gal.UP6.15, cf. 2.615K.
5 name of part of a bandage, Heraclas ap. Orib.48.15 tit. [Written ὀ̄ς in IG12. Il.cc.] (Cogn. with Lat. auris, Lith. ausìs, OE. éar, etc.; details obscure; nom. sg. οὖς perh. from Ο (ϝ) ος (contained in ἀμφώης).)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • .ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • .ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕς — ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”